Θέλετε ο άνδρας να είναι:

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

ΨΗΦΙΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Δ'

Όπως κάθε Παρασκευή, πιστός στο ραντεβού και σήμερα, ανεβάζω την συνέχεια με την αντίστοιχη ψηφοφορία. Στην προηγούμενη ψηφοφορία προτιμήσατε την ξύλινη πόρτα ανοιχτή και όχι κλειδωμένη.
Οχι πως περίμενα να βρω κουδούνι ψηλαφίζοντας τα μέρη του τοίχου γύρω από την πόρτα (τα μάτια μου τα εμπιστευόμουν ακόμη τότε), απλώς κινήθηκα με κάποιο αντανακλαστικό βαθιά ριζωμένο μέσα μου από χρόνια τυποποιημένων συμπεριφορών. Και να που τελικά κουδούνι δεν χρειάστηκε. Το χέρι μου γλίστρησε απαλά και σίγουρα πάνω στο σφαιρικό ρόπτρο, το αγκάλιασε με την παλάμη να γεμίζει από τον όγκο του και έσπρωξε την πόρτα, που άφησε καθώς υποχωρούσε ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο βγαλμένο θαρρείς όχι από τους σκουριασμένους μεντεσέδες της, αλλά από τα σωθικά της. Ένα καλοδεχούμενο κύμα δροσιάς χάιδεψε το πρόσωπό μου καθώς τόλμησα δυο τρία βήματα μπροστά. Έσπρωξα την πόρτα πίσω μου κι εκείνη μου ανταπέδωσε το ίδιο αγενώς με το τρίξιμό της. Βρέθηκα σε έναν ημισκότεινο στενόμακρο διάδρομο με σανιδένιο δάπεδο που έτριζε σε κάθε κίνησή μου. Φαίνεται πως εκεί μέσα τα πάντα έτριζαν. Δεν μπορούσα να διακρίνω το χρώμα των τοίχων και το απαλό φως που απλώς μου επέτρεπε να ξεχωρίζω τα περιγράμματα κάποιων κάδρων κι ενός επίπλου που έμοιαζε με μπουφέ στην αριστερή μεριά του διαδρόμου, έδειχνε να έρχεται από κάποιο παράθυρο ίσια μπροστά. Όλα αυτά τα θυμάμαι γιατί μου προκάλεσε πολύ μεγάλη έκπληξη το όλο σκηνικό. Κύρια πόρτα σπιτιού που να οδηγεί απευθείας σε διάδρομο δεν είχα ξαναδιαβεί. Φυσικά εκείνη την στιγμή δεν ήξερα ούτε και φανταζόμουν ούτε και με απασχολούσε αυτό που θα ανακάλυπτα αργότερα, ότι δηλαδή η κύρια είσοδος του σπιτιού ήταν άλλη. Αλλά αυτά δεν έχουν και τόση σημασία, αν μου επιτρέπεται να κρίνω ex post. Πάντως είτε επειδή τα μάτια μου συνήλθαν από το πρώτο σοκ του απότομου σκοταδιού είτε επειδή με μερικά ακόμη βήματά μου -που έβαζαν τα τριξίματα του πατώματος σε μια ιδιότυπη άμιλλα με τους σφυγμούς της καρδιάς μου- βρέθηκα ακόμη πιο κοντά στην πηγή του αμυδρού εκείνου φωτός (η οποία πράγματι ήταν παράθυρο), μπόρεσα επιτέλους να διακρίνω κάποιες λεπτομέρεις.
********************
Ο διάδρομος τελείωνε σε ένα κούφωμα χωρίς πόρτα που ήταν η είσοδος ενός δωματίου. Από εκείνη την είσοδο ξεκινούσαν άλλοι δυο διάδρομοι, ένας αριστερά κι ένας δεξιά. Τους αγνόησα προτιμώντας την σιγουριά του δωματίου. Το παράθυρο βρίσκονταν ακριβώς απέναντί μου, στον τοίχο που αποτελούσε το φυσικό τέρμα της υποθετικής προέκτασης του διαδρόμου μέσα στο δωμάτιο. Το τρίξιμο του σανιδένιου πατώματος πνιγόταν τώρα κάτω από ένα λεπτό καλοκαιρινό χαλί. Μπορούσα να διακρίνω ακόμη και τα σχέδια του χαλιού γιατί τώρα το φως ήταν αρκετό, αλλά όχι και τόσο όσο θα περίμενε κανείς. Αν κάποιος βρισκόταν αποβαρδίς στο σπίτι και ξυπνούσε σε αυτό το δωμάτιο θα νόμιζε ότι έξω έχει συννεφιά. Λες και το σκοτάδι είχε ριζώσει εκεί μέσα. Κατά τα άλλα το δωμάτιο έμοιαζε με αναγνωστήριο. Περίεργο να υπάρχει τόσο σκοτάδι εκεί που το φως χρειάζεται όσο πουθενά αλλού. Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι με λιονταρίσια πόδια, το δίχως άλλο πολύτιμη αντίκα. Μια καρέκλα με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο (φαίνονταν και το μπαλκόνι τώρα και η πρασινομαβιά κουρτίνα της μπουκαμβίλλιας που μάλλον δεν ήταν μόνο μία ρίζα – να γιατί τόσο λίγο φως) κι ένα κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι με το κερί μέσα του άθικτο ήταν όλος κι όλος ο εξοπλισμός του δωματίου. Όποιος ζούσε εδώ μέσα μισούσε σίγουρα το φως. Για ηλεκτρισμό ούτε κουβέντα. Δεν έβλεπα πουθενά διακόπτες ή πρίζες. Α παραλίγο να ξεχάσω το πιο σημαντικό! Την βιβλιοθήκη! Όλα θα ήταν αλλιώς αν δεν υπήρχε η βιβλιοθήκη. Δυο ράφια δηλαδή που έπιαναν απ’ άκρη σ’ άκρη το καθένα κι από έναν τοίχο εκατέρωθεν της εισόδου. Τον αριστερό το ένα, τον δεξιό το άλλο.
******************
Ξέρω ότι είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό, αλλά κανένα από τα γεγονότα που μέχρι τώρα διηγήθηκα δεν θα τα συγκρατούσε η μνήμη μου αν δεν υπήρχε εκείνη η βιβλιοθήκη. Μικρή. Ασήμαντη σε μέγεθος. Η δική μου ήδη από τότε μετρούσε χιλιάδες τόμων. Εκείνη μόνο μερικές εκατοντάδες. Και μόνο λογοτεχνία. Μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Το κατάλαβα αμέσως μόλις πλησίασα το ράφι στα δεξιά και άρχισα να παρατηρώ τους τίτλους στις ράχες των βιβλίων προσπαθώντας να διακρίνω τα γράμματα μέσα στον ελλιπή φωτισμό. Μόνο όποιος δεν έχει ιδέα από την μυστική δύναμη των βιβλίων, μόνο όποιος δεν συγκινήθηκε ποτέ ανακαλύπτοντας κάποιον παλιό τόμο καταχωνιασμένο κάπου στο πατάρι του σπιτιού του ή στα υπόγεια ενός παρακμιακού βιβλιοπωλείου, μόνο όποιος δεν ξεχάστηκε ώρες ατελείωτες περιδιαβαίνοντας τα ράφια κάποιας δημοτικής βιβλιοθήκης είτε για να βρει ένα μικρό τευχίδιο σφηνωμένο ανάμεσα σε χοντρά λεξικά χωρίς να καταδεχθεί να ζητήσει βοήθεια από τις καρτέλλες αρχειοθέτησης ή το κομπιούτερ του βιβλιοθηκάριου είτε για να καμαρώσει ανάμεσα σε άλλες νεότερες και σύγχρονες ή παλαιοτερες και σπάνιες συλλεκτικές εκδόσεις κάποια κομμάτια (με τον όρο δεν εννοώ κατ’ ανάγκην βιβλία με συλλεκτική αξία αλλά κάθε είδους βιβλιοδετημένο έντυπο που έχει κάποια σημασία για τον ιδιοκτήτη και μόνο- μπορεί να πρόκειται απλώς για κάποιο μυθιστόρημα που τον έκανε να κλάψει ή για ένα επιστημονικό σύγγραμμα που του άλλαξε την κοσμοθεωρία ή για τους τόμους της πρώτης του εγκυκλοπαίδειας που του έκαναν δώρο οι γονείς του κι εκείνος πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι διαβάζοντας τα λήμματα στην σειρά και ανακαλύπτοντας από την μια σελίδα στην επόμενη τα τροπικά δάση όπου παράγεται ο ΕΒΕΝΟΣ πλάι στην απόμακρη βουνοκορφή του ΕΒΕΡΕΣΤ) για να καμαρώσει λέω αυτά τα κομμάτια που έχει κι ο ίδιος στο σπίτι του σε μια άλλη βιβλιοθήκη δημόσια και μεγαλη, όποιος δεν παράτεινε την πρώτη του επίσκεψη σε κάποιο φιλικό σπίτι για να ψαχουλέψει λίγο την βιβλιοθήκη του νοικοκύρη, αυτός δεν θα καταλάβει ποτέ γιατί αμέσως μόλις έπεσα πάνω σε αυτήν την τόσο μικρή βιβλιοθήκη ξέχασα και την αγωνία μου και τον φόβο μου και αισθάνθηκα σαν ο λόγος που βρέθηκα εκεί να ήταν εξ αρχής αυτή η βιβλιοθήκη.
**********
Κι έτσι όπως άρχισα να ψαχουλεύω τα βιβλία στο δεξί ράφι ο πρώτος τίτλος πάνω στον οποίο έπεσα ήταν «Ο Ρινόκερως» του Ιονέσκο. Καλούτσικη έκδοση, αλλά εγώ το είχα σε καλύτερη. Υπήρχαν πράγματι πολλά θεατρικά εκεί. Από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη βρήκα σε καινούργιες εκδόσεις με κείμενο, μετάφραση και κριτικό υπόμνημα τους Όρνιθες, τους Βατράχους και τους Σφήκες πλάι σε μια μέτρια έκδοση ενός άλλου θεατρικού έργου για το οποίο μέχρι εκείνη την στιγμή δεν ήξερα τίποτε: «Μεταφυσική του μοσχαριού με τα δυο κεφάλια» του Βιτκιέβιτς Στάνισλαβ. Ήρκεσε μόνο αυτός ο αστείος τίτλος για να καταλάβω αίφνης τις δύο βασικές βιβλιοθηκονομικές αρχές του ραφιού: πρώτον, εδώ πόζαραν βιβλία μόνο λογοτεχνικά και δεύτερον βιβλία που στον τίτλο τους υπήρχε κάποιο ζώο. Και οι δύο αρχές συνέτρεχαν σωρευτικά. Το τονίζω αυτό: δεν είχε σημασία αν η υπόθεση εκτυλισσόταν γύρω από κάποιο ζώο, ήταν ανάγκη να υπάρχει και στον τίτλο. Ως όνομα είδους, όχι με το κύριο όνομά του. Έτσι, όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα ούτε τον «Μάγκα» της Πηνελόπης Δέλτα, προσφιλές παιδικό μου ανάγνωσμα με τις περιπέτειες ενός σκύλου σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ούτε τον «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ κι ας μιλούσε για το κυνήγι μιας φάλαινας από τον πεισματάρη καπετάνιο ενός πλοίου. Από την άλλη δεν αρκούσε ο τίτλος. Έπρεπε το περιεχόμενο να είναι καθαρά λογοτεχνικό. Κι ας μην είχε καμία σχέση με το ζώο του τίτλου. Έτσι μπορούσες να βρεις την «Φωλιά του κούκου» του Κέσσεϋ Κεν πλάι στο «Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» του Γιάννη Ξανθούλη, αλλά όχι το «Με το βήμα του κάβουρα» ή το «Ο Κάντ και ο ορνιθόρυγχος» του Ουμπέρτο Έκο. Κάθε τίτλος υπήρχε μόνο μια φορά. Δεν επρόκειτο δηλαδή για καμιά εκκεντρική συλλογή εκδόσεων. Ήταν βαλμένα σε σειρά τυχαία, χωρίς κάποια ειδικότερη ταξινόμηση. Έλληνες συγγραφείς πλάι σε ξένους, κλασσικοί δημιουργοί δίπλα σε ασημαντότητες, συλλεκτικές εκδόσεις σιμά σε φτηνοδουλειές. Έργα του ίδιου συγγραφέα μακρυά το ένα από το άλλο. «Οι μύγες» του Σαρτρ , «ο Γλάρος» και «Η αρκούδα» του Τσέχωφ, αντίστοιχα το καθένα δίπλα στο ο «Πίθηκος Ξουθ» του Ιακώβου Πιτσιπίου στην πρώτη έκδοση του 1849, στην «Αγελάδα» του Ναζίμ Χικμέτ (με σελίδες ακόμη άκοπες) και στα «Μάγια της Πεταλούδας» του Λόρκα. Και όλα αυτά ανάμεσα στο«Κόκκινο Πουλάρι» και στο «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ. «Το θεώρημα του παπαγάλου» του Ντενύ Γκετζ συνόρευε με την «Νυχτερίδα» του Στρατή Τσίρκα. Βιβλιοθηκονομικός σουρρεαλισμός! Είναι απίστευτο που θυμάμαι ακόμη τις θέσεις τόσων βιβλίων! Πριν λίγα χρόνια θυμόμουν περισσότερα. Ας είναι.
********************

Όχι ότι και το δεύτερο ράφι, το αριστερό, δεν μου επιφύλασσε κάποια αντίστοιχη έκπληξη. Αλλά τουλάχιστον είχα αρχίσει να συνηθίζω στις εκπλήξεις. Εκεί λοιπόν ίσχυαν ίδιες οι δύο βιβλιοθηκονομικές αρχές που ήδη είχα ανακαλύψει. Μόνο που αντί για ζώο στους τίτλους έπρεπε να υπάρχει κάποιο γυναικείο όνομα. Έτσι με αυτήν την λογική δυο βιβλία της ίδιας τριλογίας βρίσκονταν βαλμένα το καθένα σε άλλο ράφι. Το λέω αυτό γιατί το μάτι μου έπεσε αμέσως πάνω στην «Αριάγνη» του Τσίρκα. Εδώ παρήλαυναν όλες οι διάσημες γυναίκες, αληθινές ή όχι δεν είχε σημασία, από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα. Σε αυτήν την ιδιότυπη μάζωξη, που μόνο σε μια βιβλιοθήκη μπορούσε να λάβει χώρα, η «Μίζερι» του Στήβεν Κινγκ συναντούσε την «Ολυμπιάδα», την «Ασπασία», «την Σαπφώ» και την «Φρύνη» της Ντανιέλ Κάλβο Πλατερό, η «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» του Τερζάκη την «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, η «Αλεξάνδρα» του Λυκόφρονος την «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ, η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη την «Γέρμα» και την «Δόνα Ροζίτα» του Λόρκα. Εδώ μπορούσες να βρεις όλες εκείνες τις δυστυχισμένες ηρωίδες της αρχαίας τραγωδίας, την «Μήδεια», την «Ανδρομάχη», την «Άλκηστι», την «Εκάβη», την «Ελένη», την «Ιφιγένεια» (και στην Αυλίδα και στην Χώρα των Ταύρων) και την «Ηλέκτρα» του Ευρυπίδη κοντά στην Σοφόκλειο εκδοχή της με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή επίσης, να κλείνει την αυλαία. Εδώ η «Κυρία Ντάλαγουέι» της Βιρτζίνια Γουλφ και το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι Έντουαρντ αναπαύονταν δίπλα σε μια ολοκαίνουργια έκδοση της «Λωξάντρας» της Μαρίας Ιορδανίδου. Η «Ερωφίλη» του Χορτάτση, η «Νανά» του Εμίλ Ζολά, «Η Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» του Ουμπέρτο Έκο, «Η Πολυάννα» της Έλενορ Πόρτερ, «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» του Νταίηβιντ Λώρενς, η «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν, η «Γερτρούδη» του Έρμαν Έσσε, «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκωφ και τόσες άλλες κυρίες και δεσποινίδες των μυθιστυορημάτων και του θεάτρου! Όλες μαζί! Σε μια ιδιότυπη λογοτεχνική πασσαρέλα. Τα χέρια μου είχαν μαυρίσει από την σκόνη, ιδίως τα ακροδάχτυλά μου. "Μήδεια" και "Ιεζάβελ" του Ανουίγ και η «Πάμελα» του Κάρλο Γκολντόνι. Αυτά θυμάμαι πριν το δω.
*******************

Και τότε το είδα. Τέρμα στην άκρη, τελευταίο στην σειρά, σχεδόν κρυμμένο. Εξώφυλλο πράσινο σκούρο, δερματόδετο. Γράμματα χρυσά, κεφαλαία: «Η ΣΟΥΛΑΜΙΤΙΣ». Συγγραφέας δεν αναγραφόταν. Περίεργο. Αλλά όχι και το μόνο περίεργο με αυτό το βιβλίο. Ήταν το μόνο στο οποίο είχε επιτραπεί κάποιου είδους επέμβαση. Πράγματι, το σκληρό εξώφυλλο ήταν πρόσθετο. Αλλά και το μέσα εξώφυλλο, το μαλακό, το χαρτονένιο, το αρχικό εξώφυλλο της εκδόσεως δεν ανέφερε τίποτε πέραν του τίτλου με τα ίδια κεφαλαία (μαύρα αυτήν την φορά) γράμματα. Ούτε χρονολογία έκδοσης ούτε εκδοτικός οίκος και φυσικά ούτε συγγραφέας. Άνοιξα στην πρώτη σελίδα. Λευκή. Χαρτί ιλλουστρασιόν. Δεν καταλάβαινα αν το βιβλίο ήταν καινούργιο ή πολύ καλοδιατηρημένο. Στην δεύτερη σελίδα υπήρχε μόνο ένας στίχος:

«Επίστρεφε, επίστρεφε, η Σουλαμίτις»
Άσμα Ασμάτων ζ΄ 1.

Και στην τρίτη σελίδα ένα ολόκληρο ποίημα:

«Καρδούλα μου μονάχη
ποια αγάπη να ‘χει
μέσα σου φωλιάσει;

Πάει καιρός που οι άλλοι
μες σε κάποια ζάλη
σ’ έχουνε ξεχάσει.

Μόνο ρίχνει δάκρυ,
κάπου σε μιαν άκρη
το φτωχό γεράνι.

Κι όταν θα ‘χεις πάψει
ποιος για σε θα κλάψει
πού ‘χει αυτό μαράνει;»

Κι έτσι που ήμουν απορροφημένος και τελειωτικά δοσμένος σε αυτήν μου την ανακάλυψη ούτε που κατάλαβα πώς μπήκε μέσα στο δωμάτιο εκείνη η μεσόκοπη γυναίκα πάνω στην αναπηρική της καρέκλα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Φίλε Ααρών,
συνεχίζοντας κι εγώ (παράλληλα) τον σχολιασμό μου στην πρώτη σου on line συγγραφική προσπάθεια, θέλω να σου αναφέρω αυτή τη φορά, βρήκα κάπως κουραστικό το κείμενο [κυρίως η περιγραφή του καταλόγου με τα βιβλία και των 2 ραφιών της "βιβλιοθήκης"]. Πολύ έξυπνη η κατηγοριοποίησή τους, αλλά πολύ αναλυτική και αρκετά βαρετή η όλη αναφορά. Νομίζω.
Επίσης, πιστεύω ότι είναι λίγο ξέμπαρκη η μεσόκοπη γυναίκα πάνω στην αναπηρική της καρέκλα: σίγουρα θα εμφανιζόταν κάποιο πρόσωπο που να έχει σχέση με το παραλθόν του φοιτητή, αλλά έχουμε ήδη έναν μυστηριώδη "βρωμερό γέρο", αποκτήσαμε και την ανάπηρη τώρα.... 424 ΓΣΝΘ θα καταντήσει...


Περιμένω, και πάλι,
τη συνέχεια να δω μέχρι που θα φτάσει.

Βαγγέλης Ι. είπε...

Καταλαβαίνω τον λόγο του σχολίου zalmas3 αλλά λίγη υπομονή με τα πρόσωπα του έργου και τις ιδιαιτερότητές τους. Τα συν που σε έκαναν να φτάσεις μέχρι εδώ εξισορροπούν κάποια πλην που υπάρχουν σύμφωνα με το γούστο σου. Η περιγραφή της βιβλιοθήκης ήταν το πιο ωραίο για μένα!