Αγαπητοί μου φίλοι και πάλι Παρασκευή! Ιδού λοιπόν η τρίτη συνέχεια και η τρίτη ψηφοφορία. Στην τελευταία ψηφοφορία οι επισκέπτες είχαν να διαλέξουν για το αν ο γέρος θα οδηγούσε τον Ναμπούκο σε σπίτι, μαγαζί ή αυτοκίνητο. Πλειοψήφησε η προοπτική του σπιτιού.
Tις επόμενες στιγμές τις θυμάμαι σαν μια διαδοχή νωχελικών, αργόσυρτων βημάτων που μεταφράζονταν άλλοτε σε ένα ανατριχιαστικό σούρσιμο πάνω στην στεγνή άσφαλτο και άλλοτε σε ένα μονότονο τρίψιμο πάνω στα χαλίκια που σήκωναν μικρά συννεφάκια σκόνης η οποία κάλυπτε τις λαστιχένιες σαγιονάρες του γέρου με ένα λεπτό φαιό στρώμα κρύβοντας τις μικρές πιτσιλιές του ασβέστη. Τις θυμάμαι σαν μια απεγνωσμένη προσπάθειά μου να κρατώ κάποια απόσταση από τον γέρο για να αποφεύγω την άσχημη οσμή της ιδρωτίλας που απέπνεε το αργοκίνητο κορμί του. Τις θυμάμαι σαν μια σειρά απότομων αλλαγών του τοπίου καθώς το έρημο παραλιακό πεζοδρόμιο με τα μαγαζιά και τις καφετέρειες έδινε την θέση του σε μια απότομη ανηφόρα στην αρχή, μετά σε μια μικρή πλατεΐτσα όπου δυο-τρία ανέμελα πιτσιρίκια μάλωναν γύρω από ένα διαφιλονικούμενο ποδήλατο και στην συνέχεια σε ένα φαρδύ χωματόδρομο με μεγάλα σαν χωράφια, ξέφραγα οικόπεδα στις πλευρές του, γεμάτα ξερά χόρτα και πυκνόφυλλα σκιερά δένδρα. Μα πιο πολύ θυμάμαι αυτές τις στιγμές για την μυστηριώδη –την τρομακτική θα τολμούσα να πω- σιωπή του συνοδού μου. Σαν να ξέχασε αμέσως την ερώτησή μου ή σαν να απέφευγε προκλητικά οποιαδήποτε απάντηση χωρίς κάποια προφανή δικαιολογία. Ή, μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα και νηφάλια, δίχως την απορία και τον απαλό φόβο εκείνων των φοβερών στιγμών και δίχως το βάναυσο σκηνικό που στήνει ένα λιοπύρι στα μέσα του καλοκαιριού, με την σιωπή του εκείνη ο γέρος ήθελε μόνο να μου πει πως τις απαντήσεις θα τις έπαιρνα όταν φτάναμε στον προορισμό μας, όποιος κι αν ήταν αυτός. Και ο προορισμός μας ήταν ο μισός τουλάχιστον καλυμμένος με τα υπέροχα μαβιά άνθη και τα καταπράσινα πυκνά φυλλώματα μιας τεράστιας μπουκαμβίλλιας: ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, μόνο του μέσα στην αχανή ερημιά των άδειων οικοπέδων.
Το είδα έτσι ξαφνικά, όπως σήκωσα το κεφάλι μου για να ξεμουδιάσω τον σβέρκο μου. Και αμέσως κατάλαβα ότι εκεί έπρεπε να πάμε, πριν ακόμη ο γέρος τεντώσει το κοκκαλιάρικο χέρι του και με ένα εξ ίσου κοκκαλιάρικο και τρεμάμενο δάχτυλο μου υποδείξει το ανθοσκέπαστο ενδιαίτημα ως οριστικό τέρμα της περίεργης διαδρομής μας. Δύο πράγματα μου έκαναν αμέσως εντύπωση. Το πρώτο, η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε περίφραξης, που ωστόσο δεν εμπόδιζε σε τίποτε την μεγάλη αυλή του σπιτιού να είναι στο έπακρον περιποιημένη, όλη γεμάτη φρεσκοκουρεμένο και φρεσκοποτισμένο γκαζόν που μύριζε όπως μετά την βροχή και με ένα ξύλινο μεγάλο κιόσκι πλάι σε μια πέργκολα στηριγμένη με κάποιον περίεργο τρόπο ο Θεός ήξερε πού και καλυμμένη με μια ακμάζουσα κληματαριά φορτωμένη άγουρα ακόμη τσαμπιά σταφυλιών. Το δεύτερο, ένα πέτρινο μονοπατάκι που χώριζε την αυλή στην μέση κόβοντας το χαλί του γκαζόν στα δυο και οδηγώντας από την άκρη του χωματόδρομου στο κεφαλόσκαλο μιας πέτρινης σκάλας. Η σκάλα ήταν μικρή και στενή και οδηγούσε σε ένα μπαλκόνι που αγκάλιαζε περιμετρικά και τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Φυσικά μισοκρύβονταν κι αυτό από την μεγάλη μπουκαμβίλλια.
Όταν φτάσαμε στην αρχή του μονοπατιού ο γέρος σταμάτησε και με κοίταξε.
-Η δική μου δουλειά τελειώνει εδώ, είπε. Σε περιμένουν μέσα στο σπίτι. Πήγαινε.
Τον κοίταξα με την σειρά μου, αποσβολωμένος, ανέτοιμος για μια τέτοια εξέλιξη. Αν τόση ώρα κοντά του ένιωθα ανασφάλεια τώρα που μου ζητούσε να συνεχίσω μόνος, γινόταν αυτός η μόνη εγγύση ασφάλειας που ξαφνικά έχανα.
-Μα…
-Τι μα; έκανε για πρώτη φορά νευριασμένος σφίγγοντας τις κολλημένες στους μηρούς του γροθιές. Δεν έχει μα.
Κι όταν με είδε αμήχανο και ταραγμένο γλύκανε αμέσως και με ρώτησε χαμογελώντας:
-Φοβάσαι;
Φυσικά και φοβόμουν. Ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα φοβόταν στην θέση μου; Αλλά τώρα πια δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω. Τον δισταγμό μου έσβησε οριστικά μια διαπεραστική ματια μου στην άκρη του χωματόδρομου. Διέκρινα μερικά σπιτάκια σε αρκετή απόσταση για ένα πεζό, σε πολύ λίγη για κάποιον εποχούμενο. Και με μια προσεκτικότερη και παρατηρητικότερη ματιά ξεχώρισα μια γαλανόλευκη σημαία σε κάποιο μακρυνό μπαλκόνι.
-Τι είναι αυτό; ρώτησα τον γέρο δείχνοντας προς τα εκεί.
Αλλά μάταια. Αυτός είχε βυθιστεί ξανά σε μια από εκείνες τις in absentia παρουσίες του και δεν έδειχνε πρόθυμος να επανασυνδεθεί με την πραγματικότητα. Είχα καταλάβει όμως και από μερικές ακόμη ενδείξεις, που τώρα στο μυαλό μου δεν έχουν αφήσει τίποτε πέρα από την ανάμνηση της βεβαιότητας εκείνων των στιγμών, ότι επρόκειτο για αστυνομικό τμήμα. Κι έτσι αναθάρρησα κάπως. Βοήθησε και η σιγουριά που ένιωσα όταν το χέρι μου μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου ζήτησε να θυμηθεί την αίσθηση που αφήνει η αφή ενός κοφτερού σουγιά.
-Καλά λοιπόν, είπα φωναχτά στον εαυτό μου μιας και ο γέρος δεν με άκουγε. Πάμε!
Το μονοπάτι το διέσχισα πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Στην σκάλα άργησα κάπως. Φαίνεται πως η φόρα της αρχικής αποφασιστικότητας μετριάστηκε από κάποια παλινδρόμηση του προηγούμενου φόβου. Θες η αίσθηση της απομόνωσης από τον έξω χώρο που δημιουργούσε η λουλούδινη κουρτίνα της μπουκαμβίλλιας, θες η απομάκρυνση από τον γέρο που τώρα πια είχε αράξει κάτω από το κιόσκι στρίβοντας τσιγάρο (γιατί άραγε μου είχε ζητήσει πριν αφού ο ίδιος είχε μαζί του; -παραξενιές) με καθυστέρησαν λίγο από το να ανέβω στο πέτρινο κεφαλόσκαλο. Μα σαν το ανέβηκα ανέβηκα μεμιάς και όλες τις υπόλοιπες σκάλες. Κι έτσι έγινε και βρέθηκα πάνω στο μπαλκόνι, μπροστά σε εκείνη την καφετιά ξύλινη πόρτα με το μπρούντζινο σφαιρικό ρόπτρο.
Το είδα έτσι ξαφνικά, όπως σήκωσα το κεφάλι μου για να ξεμουδιάσω τον σβέρκο μου. Και αμέσως κατάλαβα ότι εκεί έπρεπε να πάμε, πριν ακόμη ο γέρος τεντώσει το κοκκαλιάρικο χέρι του και με ένα εξ ίσου κοκκαλιάρικο και τρεμάμενο δάχτυλο μου υποδείξει το ανθοσκέπαστο ενδιαίτημα ως οριστικό τέρμα της περίεργης διαδρομής μας. Δύο πράγματα μου έκαναν αμέσως εντύπωση. Το πρώτο, η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε περίφραξης, που ωστόσο δεν εμπόδιζε σε τίποτε την μεγάλη αυλή του σπιτιού να είναι στο έπακρον περιποιημένη, όλη γεμάτη φρεσκοκουρεμένο και φρεσκοποτισμένο γκαζόν που μύριζε όπως μετά την βροχή και με ένα ξύλινο μεγάλο κιόσκι πλάι σε μια πέργκολα στηριγμένη με κάποιον περίεργο τρόπο ο Θεός ήξερε πού και καλυμμένη με μια ακμάζουσα κληματαριά φορτωμένη άγουρα ακόμη τσαμπιά σταφυλιών. Το δεύτερο, ένα πέτρινο μονοπατάκι που χώριζε την αυλή στην μέση κόβοντας το χαλί του γκαζόν στα δυο και οδηγώντας από την άκρη του χωματόδρομου στο κεφαλόσκαλο μιας πέτρινης σκάλας. Η σκάλα ήταν μικρή και στενή και οδηγούσε σε ένα μπαλκόνι που αγκάλιαζε περιμετρικά και τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Φυσικά μισοκρύβονταν κι αυτό από την μεγάλη μπουκαμβίλλια.
Όταν φτάσαμε στην αρχή του μονοπατιού ο γέρος σταμάτησε και με κοίταξε.
-Η δική μου δουλειά τελειώνει εδώ, είπε. Σε περιμένουν μέσα στο σπίτι. Πήγαινε.
Τον κοίταξα με την σειρά μου, αποσβολωμένος, ανέτοιμος για μια τέτοια εξέλιξη. Αν τόση ώρα κοντά του ένιωθα ανασφάλεια τώρα που μου ζητούσε να συνεχίσω μόνος, γινόταν αυτός η μόνη εγγύση ασφάλειας που ξαφνικά έχανα.
-Μα…
-Τι μα; έκανε για πρώτη φορά νευριασμένος σφίγγοντας τις κολλημένες στους μηρούς του γροθιές. Δεν έχει μα.
Κι όταν με είδε αμήχανο και ταραγμένο γλύκανε αμέσως και με ρώτησε χαμογελώντας:
-Φοβάσαι;
Φυσικά και φοβόμουν. Ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα φοβόταν στην θέση μου; Αλλά τώρα πια δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω. Τον δισταγμό μου έσβησε οριστικά μια διαπεραστική ματια μου στην άκρη του χωματόδρομου. Διέκρινα μερικά σπιτάκια σε αρκετή απόσταση για ένα πεζό, σε πολύ λίγη για κάποιον εποχούμενο. Και με μια προσεκτικότερη και παρατηρητικότερη ματιά ξεχώρισα μια γαλανόλευκη σημαία σε κάποιο μακρυνό μπαλκόνι.
-Τι είναι αυτό; ρώτησα τον γέρο δείχνοντας προς τα εκεί.
Αλλά μάταια. Αυτός είχε βυθιστεί ξανά σε μια από εκείνες τις in absentia παρουσίες του και δεν έδειχνε πρόθυμος να επανασυνδεθεί με την πραγματικότητα. Είχα καταλάβει όμως και από μερικές ακόμη ενδείξεις, που τώρα στο μυαλό μου δεν έχουν αφήσει τίποτε πέρα από την ανάμνηση της βεβαιότητας εκείνων των στιγμών, ότι επρόκειτο για αστυνομικό τμήμα. Κι έτσι αναθάρρησα κάπως. Βοήθησε και η σιγουριά που ένιωσα όταν το χέρι μου μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου ζήτησε να θυμηθεί την αίσθηση που αφήνει η αφή ενός κοφτερού σουγιά.
-Καλά λοιπόν, είπα φωναχτά στον εαυτό μου μιας και ο γέρος δεν με άκουγε. Πάμε!
Το μονοπάτι το διέσχισα πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Στην σκάλα άργησα κάπως. Φαίνεται πως η φόρα της αρχικής αποφασιστικότητας μετριάστηκε από κάποια παλινδρόμηση του προηγούμενου φόβου. Θες η αίσθηση της απομόνωσης από τον έξω χώρο που δημιουργούσε η λουλούδινη κουρτίνα της μπουκαμβίλλιας, θες η απομάκρυνση από τον γέρο που τώρα πια είχε αράξει κάτω από το κιόσκι στρίβοντας τσιγάρο (γιατί άραγε μου είχε ζητήσει πριν αφού ο ίδιος είχε μαζί του; -παραξενιές) με καθυστέρησαν λίγο από το να ανέβω στο πέτρινο κεφαλόσκαλο. Μα σαν το ανέβηκα ανέβηκα μεμιάς και όλες τις υπόλοιπες σκάλες. Κι έτσι έγινε και βρέθηκα πάνω στο μπαλκόνι, μπροστά σε εκείνη την καφετιά ξύλινη πόρτα με το μπρούντζινο σφαιρικό ρόπτρο.
1 σχόλιο:
Φίλε Ααρών, πολύ ωραίο και το τρίτο μέρος της ιστορίας,
αλλά θα μου επιτρεψεις να καταθέσω έναν προβληματισμό μου:
δεδομένου ότι επισκέπτεται έναν καθηγητή του στο εξοχικό του, τί δουλειά έχει ο μυτερός σουγιάς στην τσέπη του?
Και μια παρατήρηση, συντακτικής φύσεως:
μήπως λείπει ένα κόμμα (,)ανάμεσα στις δύο λέξεις "ανέβηκα"?
[Μα σαν το ανέβηκα ανέβηκα μεμιάς και όλες τις υπόλοιπες σκάλες]
Με αγαθή τη καρδία, για τη βελτίωση του εγχειρήματός σου.
Και πάλι, αναμένουμε την συνέχεια αγωνιωδώς...
ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ!
Δημοσίευση σχολίου