Θέλετε ο άνδρας να είναι:

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

ΨΗΦΙΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι, Χριστός Ανέστη! Κάθε Παρασκευή θα ανεβάζω ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες. Για την εκάστοτε επόμενη συνέχεια θα ψηφίζετε εσείς!


Εκείνος ο γέρος με το σουβλερό λευκό μούσι μέχρι το στέρνο και το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο φαίνεται πως βαρέθηκε να κάθεται πάνω στο ασβεστωμένο πεζουλάκι γιατί σε κάποια στιγμή σηκώθηκε αργά αργά και πλησίασε το τραπεζάκι μου. Χωρίς να με ρωτήσει, ούτε καν με κάποιο αόριστο νεύμα, ήρθε και κάθισε στην άδεια καρέκλα απέναντί μου. Έσκυψε προς το μέρος μου και μου είπε:
- Πολύ ζέστη ε;
Αλλά εγώ φυσικά δεν απάντησα. Ένας κουρελής ζητιάνος με τόσο θράσος δεν είναι και η καλύτερη παρέα για έναν τουρίστα. Αν ήθελε την σκιά της τέντας μπορούσε να κάτσει σε κάποιο από τα τόσα άδεια τραπέζια του μαγαζιού.
-Στα μέρη μας είναι η αλήθεια έχει πολύ ζέστη αυτήν την εποχή, συνέχισε ακάθεκτος ο γέρος. Ακόμη όμως δεν είδατε τίποτε. Τον Αύγουστο ακόμη και οι άντρες κυκλοφορούν με ομπρέλλες για τον ήλιο.

Τότε ήρθε το γκαρσόνι και μου έφερε την κρύα σοκολάτα που είχα παραγγείλει. Ρούφηξα λίγη με το καλαμάκι για την δροσιά και στην συνέχεια παρακολούθησα έκπληκτος μη προλαβαίνοντας να αντιδράσω από την σαστιμάρα τον περίεργο γέρο να αρπάζει από το τραπεζάκι το ποτήρι, να πετάει σε μια γωνιά το καλαμάκι με με ένα ίχνος απροσδιόριστης αηδίας στο πρόσωπό του και στην συνέχεια να πίνει απνευστί όλη την κρυα σοκολάτα. Μετά άφησε το ποτήρι και πάλι στο τραπέζι με δύναμη, σαν να ήταν ποτήρι ούζου και όχι σοκολάτας, και με κοίταξε με ένα χαμόγελο που αποκάλυπτε ένα χρυσό δόντι στο κέντρο μιας αραιάς φαφούτικης οδοντοστοιχίας. Τα πυκνά άσπρα μουστάκια του είχαν λερωθεί από την σοκολάτα έτσι άγαρμπα που την ήπιε, αλλά αυτό δεν έδειχνε να τον απασχολεί ιδιαίτερα. Τα σκούπισε βιαστικά με το γυμνό κοκκαλιάρικό του μπράτσο που έβγαινε μέσα από το φαρδύ μανίκι του παλιού τριμμένου καρό πουκαμίσου του και μετά έσκυψε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε:
-Πλήρωσε και σήκω να φύγουμε. Έχουμε δουλειά!
Αποφάσισα να τον αντιμετωπίσω με ηρεμία. Εκτός από το μοναδικό γκαρσόνι του μαγαζιού κανείς άλλος δεν βρίσκονταν εκείνη την στιγμή στην παραλία του χωριού. Κι ας θεωρούνταν το μέρος τουριστικό.
-Κάποιο λάθος θα κάνετε κύριε, του απάντησα προφέροντας τις λέξεις αργά και τονίζοντας μία μία τις συλλαβές. Εγώ πρώτη φορά σας βλέπω. Αν θέλατε ένα κερασματάκι, μια σοκολάτα, ένα καφέ, οτιδήποτε τελοσπάντων, θα μπορούσατε πολύ απλά να μου το ζητήσετε. Δεν θα σας το αρνιόμουν.
Ο γέρος άρχισε να γελάει τρανταχτά. Η κατάσταση καταντούσε εκνευριστική.
-Αν κάποιος σας έβαλε να μου κάνετε πλάκα με σκοπό να εκπλαγώ, να νιώσω αμήχανα και τελικά να νευριάσω ε τότε εντάξει, το πετύχατε. Καιρός να μου πείτε ποιος σας έβαλε λοιπόν.
-Λοιπόν, νεαρέ, μου είπε υπεροπτικά, είσαι πολύ αγχωμένος και νευρικός. Αλλά αυτό διορθώνεται. Θα συνεργαστούμε άψογα.

Ως εδώ ήταν! Έβγαλα από την τσέπη μου μερικά ψιλά για την σοκολάτα, τα πέταξα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκα. Εξ άλλου η ώρα είχε περάσει και θα έχανα το λεωφορείο. Ο κύριος καθηγητής με περίμενε και δεν ήθελα να τον στήσω. Το να με καλέσει στο εξοχικό του για την εργασία μου ήταν πολύ μεγάλη τιμή και δεν θα ήταν σωστό να του το ξεπληρώσω με μια τόσο άσχημη εντύπωση. Είχα ήδη απομακρυνθεί αρκετά από την καφετέρεια και βάδιζα κατά μήκος της τσιμεντένιας ακτής προς το παλιό ενετικό κάστρο παρατηρώντας την ήρεμη θάλασσα και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ρολόι μου. Όμως εκεί που περπατούσα ένιωσα κάτι να με τραβάει από το μανίκι. Γύρισα και είδα πάλι τον γέρο.
-Άκου μικρέ, μου φώναξε, δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Ή με ακολουθείς ή σε ακολουθώ. Το κατάλαβες;
Αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο!
-Μα ποιος είσαι επιτέλους άνθρωπέ μου; τον ρώτησα νευριασμένος και τραβώντας το μανίκι μου από τα βρωμοδάχτυλά του. Με ξέρεις;
Εκείνος με κοίταξε συνωμοτικά σαν να ήθελε να μου εκμυστηρευτεί κάποιο προαιώνιο μυστικό.
-Εσύ δεν είσαι ο Ναμπούκο; ψιθύρισε περισσότερο καταφάσκοντας και λιγότερο ρωτώντας.
Αυτό, σας το ομολογώ, με τρόμαξε λίγο. Εκεί πέρα, κοντα στην θάλασσα, κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στην απόλυτη σιωπή και με τούτον δω τον λεχρίτη απέναντί μου, ένα αξιοθρήνητο γεροντάκι που θα μπορούσα να ξαποστείλω με δυο γροθιές, τρόμαξα. Πού ήξερε αυτός το παιδικό μου παρατσούκλι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: