Θέλετε ο άνδρας να είναι:

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

ΨΗΦΙΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Ζ

ΠΡΩΤΑ ΑΠ 'ΟΛΑ ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ.δΕΥΤΕΡΟΝ ΕΧΩ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΥΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ. ΕΤΣΙ Η ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΘΑ ΔΙΑΡΚΕΣΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ. Ο ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ ΜΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΙΣ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ, ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΘΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥΣ.
THN ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΔΙΑΛΕΞΑΤΕ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΝΑ ΚΡΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ Ή ΚΙΝΗΤΟ.


Όσο η ζαλάδα υποχωρούσε και άρχισα να συνειδητοποιώ την κατάστασή μου (βοηθούσε κι ένα αφόρητο μούδιασμα που πλημμύριζε τα μέλη μου) παρατηρούσα τον άνδρα απέναντί μου. Ήταν ολοκληρωτικά βυθισμένος στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Από το εξώφυλλο κατάλαβα σχεδόν αμέσως ότι επρόκειτο για κείνο το περίεργο μυθιστόρημα που είχα στα χέρια μου λίγη ώρα πριν (λίγη; δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει από την στιγμή που βρέθηκα σε εκείνη την αξιοθρήνητη κατάσταση, ίσως μια ώρα, ίσως μισή μέρα, πάντως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της φλόγας του κεριού το σκοτάδι έμοιαζε βαθύτερο τώρα, πράγμα που έδειχνε ότι είχε πια νυχτώσει).

-Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα; φώναξα απότομα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά μάλλον δεν μπόρεσα να ελέγξω την ένταση της φωνής μου με αποτέλεσμα ο άντρας απέναντί μου να τιναχθεί ξαφνικά πό την καρέκλα σαν ελατήριο αφήνοντας το βιβλίο να του πέσει από τα χέρια πάνω στο τραπέζι. Τώρα το πρόσωπό του φαίνονταν καλύτερα. Έμοιαζε γύρω στα τριάντα και φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά με μεγάλους φακούς και χοντρό παλιομοδίτικο σκελετό από ταρταρούγα. Τα καστανά μαλλιά του, χτενισμένα με μεγάλη επιμέλεια έτσι που να αφήνουν μια πολύ επιτηδευμένα ολόισια χωρίστρα στην αριστερή μεριά του κεφαλιού, γυάλιζαν στο φως του κεριού από την μπριγιαντίνη. Ο άνθρωπος φαινόταν βγαλμένος από άλλες εποχές.

-Άι στο καλό, με τρόμαξες! μουρμούρισε ανακουφισμένος και σε πολύ φιλικό ύφος όταν κατάλαβε ότι εγώ του μίλησα.
-Λύσε με γρήγορα, του φώναξα, εκούσια αυτήν την φορά. Αφήστε με ήσυχο! Ποιοι είστε και τι θέλετε από μένα;
Ο άλλος φάνηκε να παραξανεύεται. Έδειχνε να τα έχει χάσει.
-Τι με κοιτάς έτσι σαν αξιοθέατο; συνέχισα τις διαμαρτυρίες. Λύσε με γρήγορα!
Εκείνος πήρε στα χέρια του το κηροπήγιο κι έσκυψε μπροστά μου. Εξέταζε με τα μάτια του όλες τις λεπτομέρειες του προσώπου μου σαν να προσπαθούσε να βρει σε αυτές κάποια απάντηση σε ερωτήματα που ντρεπόταν να θέσει. Μέσα στο σκοτάδι που έσπαγε από το φως του κεριού τα μάτια του πίσω από τους χοντρους φακούς των γυαλιών του εξέπεμπαν μια αθωότητα που δύσκολα θα πίστευα ότι δεν ήταν ειλικρινής. Κάθησε και πάλι στην καρέκλα του και άφησε το κηροπήγιο ξανά στο τραπέζι.
-Νομίζω πως η Μάγια έχει δίκαιο, αποφάνθηκε τελικά με έναν τρόπο σαν να απήγγειλε κάποιον αποφθεγματικό στίχο του Ομήρου. Μάλλον είσαι κι εσύ στην ίδια θέση με εμάς. Κάποιος σε οδήγησε εδώ.
-Τι θες να πεις; τον ρώτησα καθώς προσπαθούσα μάταια να κουνήσω λίγο τα χέρια και τα πόδια μου για να ξεμουδιάσω.
-Να, όταν καταλάβαμε ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι νομίσαμε ότι ήταν αυτός που μας ήθελε εδώ. Η Μάγια ήρθε να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση και μου είπε πως αν περάσουν δέκα λεπτά χωρίς να επιστρέψει ή να με φωνάξει μπορούσα να επέμβω με όποιον τρόπο ήθελα. Κι εγώ όρμηξα και σε έριξα καταγής με αναισθητικό. Η Μάγια έλεγε ότι είσαι κι εσύ σαν εμάς αλλά εγώ καλού κακού σε έδεσα. Εσύ τι θα έκανες στην θέση μου;
-Λύσε με αμέσως!

Η διαταγή μου εκτελέστηκε αμέσως. Δυσκολέυτηκε λίγο να λύσει εκείνους τοτς προσκοπικούς κόμπους που είχε δέσει, αλλά του είπα ότι στην τσέπη μου υπάρχει ένας σουγιάς (μέσα στον πανικό του δεν σκέφτηκε ούτε καν να με ψάξει) κι έτσι η δουλειά έγινε γρήγορα. Αφού με έλυσε τεντωνόμουν και ξανατεντωνόμουν μέχρι να ξεμουδιάσω.
-Και πού το βρήκες το αναισθητικό; τον ρώτησα όταν αισθάνθηκα καλύτερα.
-Α! έκανε ανοίγοντας τα χέρια του σε μια αμφίσημη αγκαλιά. Πρέπει να δεις την αποθήκη! Είναι απίστευτο το τι μπορείς να βρεις εκεί μέσα! Λίγο αναισθητικό στο μαντήλι ήταν η πιο απλή λύση.
-Ώστε υπάρχει και αποθήκη; Πολύ περίεργα συμβαίνουν εδώ. Η Μάγια που βρίσκεται;
-Είναι κουρασμένη, κοιμάται, μου απάντησε. Αλλά είμαι πολύ περίεργος να ακούσω το πώς βρέθηκες εδώ.
-Πολύ ευχαρίστως, είπα, αλλά αφού πρώτα ακούσω την δική σου ιστορία.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΟΤΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΘΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΩΡΕΣ, ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΝ ΕΧΕΤΕ ΣΤΙΣ ΟΘΟΝΕΣ ΣΑΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ Η ΤΟ ΒΡΑΔΑΚΙ.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

ΨΗΦΙΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ F

Παρασκευή = συνέχεια = ψηφοφορία.
Ψηφίσατε στο σπίτι να υπάρχει και τρίτο άτομο.
Και η επιθυμία σας διαταγή!

Μήπως ο χρόνος που μεσολάβησε με κάνει να θυμάμαι τα γεγονότα εκείνα με στρογγυλεμένες τις γωνίες, χωρίς την λανθάνουσα ένταση των στιγμών, χωρίς την νευρικότητα που είχε διεισδύσει σε κάθε μόριο της ψυχής μου, χωρίς την βαριά εκείνη ατμόσφαιρα του ημισκότεινου δωματίου που ένιωθα να με πνίγει σαν φονική κουβέρτα, χωρίς την αγωνία που φώλιαζε μέσα μου και –πάνω απ’ όλα- χωρίς τον σταθερά κλιμακούμενο φόβο που με αγκάλιαζε κάθε φορά που ανακάλυπτα την απάθεια, την αδιαφορία και την αφέλεια εκείνης της μεσόκοπης ανάπηρης γυναίκας; Ίσως. Πάντως κανείς άλλος από τους ευρισκόμενους τότε μέσα σε εκείνο το διώροφο σπίτι δεν επέζησε τελικά για να διηγηθεί τα ίδια γεγονότα από μια άλλη σκοπιά, με περισσότερες λεπτομέρεις ίσως ή με μια δόση ψύχραιμα αποτιμητικής διάθεσης.

Όταν ρώτησα την γυναίκα ποιος την οδήγησε μέσα σε αυτό το σπίτι εκείνη περιορίστηκε σε ένα βουβό σούφρωμα των χειλιών ανάγκάζοντάς με να επαναλάβω πιεστικότερα αυτήν την φορά το ίδιο ερώτημα για να εισπράξω και πάλι ως απάντηση ένα αόριστο νεύμα σχετλιασμού. Την ρώτησα για τρίτη φορά κι εκείνη επιτέλους άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της αργά και με μεγάλες παύσεις κοιτώντας κάπου στα δεξιά της σαν να απευθύνονταν σε ένα αόρατο κοινό ή σε κάποια μυστική κάμερα, λες και η διήγησή της αποτελούσε την μαρτυρία στοιχειοθέτησης ενός φανταστικού ντοκυμαντέρ. Μου είπε ότι δέκα μέρες πριν από την συνάντησή μας μια από τις νοσοκόμες του ιδρύματος στο οποίο η Μάγια (αυτό μου έδωσε σαν όνομά της) ζούσε ως τρόφιμος την πήρε για τον καθιερωμένο περίπατό της στο προαύλιο, αλλά αντί ως συνήθως να αρκεστεί σε μια βόλτα στον κήπο την έβγαλε έξω από τον χώρο του ιδρύματος σύμφωνα με τις διαταγές του Διευθυντή, όπως ισχυρίστηκε, για να την οδηγήσει κάπου, όπου, όπως και πάλι η νοσοκόμα ισχυρίστηκε, θα έκανε κάποιες εξειδικευμένες εξετάσεις. Τελικά την οδήγησε και την κλείδωσε μέσα σε αυτό το σπίτι. Πέρασε δέκα μέρες τρώγοντας τις κονσέρβες που βρήκε στην κουζίνα. Όσο για τις άλλες ανάγκες της, μου διηγήθηκε λεπτομερειακά τον τρόπο με τον οποίο κατάφερνε να μεταφερεθεί από την καρέκλα της στην λεκάνη της τουαλέττας και πάλι πίσω στην καρέκλα με την δύναμη των χεριών της. Προσφέρθηκε μάλιστα να μου κάνει επίδειξη αυτής της δεξιοτεχνίας της, αλλά εγώ αρνήθηκα. Φυσικά δεν πίστεψα λέξη από τα όσα μου είπε. Εντόπιζα πολλά κενά. Τώρα βέβαια δεν μπορώ παρά να ομολογήσω πως αυτό ήταν ένα ακόμη από τα λάθη που διέπραξα κατά την διάρκεια όλης αυτής της αλλόκοτης ιστορίας.

-Μα η πόρτα του σπιτιού δεν είναι κλειδωμένη, παρατήρησα μόλις τέλειωσε αυτό που τότε αποκαλούσα μέσα μου «το παραμύθι της». Αλλιώς δεν θα μπορούσα να μπω.
Με κοίταξε με απορία σαν να έβγαιναν από το στόμα μου λέξεις στα κινέζικα.
-Και πού βρίσκεται αυτό το ίδρυμα; ρώτησα μάλλον για να ξεπεραστεί η αμηχανία της.
-Όχι πολύ μακρυά από δω, απάντησε τεντώνοντας το χέρι της για να δείξει μια κατεύθυνση που προφανώς έκρυβαν οι τοίχοι του σπιτιού.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω τι είδους ίδρυμα ήταν αυτό. Εξ άλλου, επαναλαμβάνω, δεν είχα πιστέψει λέξη από την ιστορία της. Διατηρούσα αμφιβολίες ακόμη και για το αν επρόκειτο πράγματι για ανάπηρη.
-Θέλω να δω την κουζίνα, διέταξα περισσότερο για να επιβληθώ στον εαυτό μου παρά σε εκείνην.
Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της σε μια ένδειξη πρόωρης παραίτησης.
-Όπως αγαπάς νεαρέ μου, ψιθύρισε και αμέσως έκανε μεταβολή με την καρέκλα της. Ακολούθησέ με!

Αλλά δεν πρόλαβα να υπακούσω. Βήματα ακούστηκαν στον σκοτεινό διάδρομο που έτριζε κάτω από τα πόδια μιας φιγούρας που έδειχνε να πλησιάζει. Το χέρι μου βυθίστηκε ενστικτωδώς μέσα στην τσέπη μου αγγίζοντας τον σουγιά. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβη. Δεν πόνεσα. Δεν είδα κάποιον να μου επιτίθεται. Δεν άκουσα την Μάγια να φωνάζει. Δεν κατάλαβα πώς η φιγούρα που έπρεπε να είναι μπροστά μου βρέθηκε ξαφνικά πίσω μου. Ένιωσα μόνο την ανάσα μου να σταματά. Και μετά –άγνωστο πόσο χρόνο μετά- ξύπνησα δεμένος σε μια καρέκλα, στην μοναδική καρέκλα του δωματίου, του ίδιου δωματίου με την βιβλιοθήκη, το τραπέζι και το κερί. Μόνο που το κερί τώρα ήταν αναμμένο. Μόνο που η Μάγια τώρα ήταν άφαντη. Μόνο που η καρέκλα δεν ήταν πια η μοναδική του δωματίου. Απέναντί μου το κερί φώτιζε το πρόσωπο ενός καστανού άντρα καθισμένου σε μια καρέκλα στην αντικρυνή πλευρά του τραπεζιού.