Θέλετε ο άνδρας να είναι:

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

ΨΗΦΙΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ F

Παρασκευή = συνέχεια = ψηφοφορία.
Ψηφίσατε στο σπίτι να υπάρχει και τρίτο άτομο.
Και η επιθυμία σας διαταγή!

Μήπως ο χρόνος που μεσολάβησε με κάνει να θυμάμαι τα γεγονότα εκείνα με στρογγυλεμένες τις γωνίες, χωρίς την λανθάνουσα ένταση των στιγμών, χωρίς την νευρικότητα που είχε διεισδύσει σε κάθε μόριο της ψυχής μου, χωρίς την βαριά εκείνη ατμόσφαιρα του ημισκότεινου δωματίου που ένιωθα να με πνίγει σαν φονική κουβέρτα, χωρίς την αγωνία που φώλιαζε μέσα μου και –πάνω απ’ όλα- χωρίς τον σταθερά κλιμακούμενο φόβο που με αγκάλιαζε κάθε φορά που ανακάλυπτα την απάθεια, την αδιαφορία και την αφέλεια εκείνης της μεσόκοπης ανάπηρης γυναίκας; Ίσως. Πάντως κανείς άλλος από τους ευρισκόμενους τότε μέσα σε εκείνο το διώροφο σπίτι δεν επέζησε τελικά για να διηγηθεί τα ίδια γεγονότα από μια άλλη σκοπιά, με περισσότερες λεπτομέρεις ίσως ή με μια δόση ψύχραιμα αποτιμητικής διάθεσης.

Όταν ρώτησα την γυναίκα ποιος την οδήγησε μέσα σε αυτό το σπίτι εκείνη περιορίστηκε σε ένα βουβό σούφρωμα των χειλιών ανάγκάζοντάς με να επαναλάβω πιεστικότερα αυτήν την φορά το ίδιο ερώτημα για να εισπράξω και πάλι ως απάντηση ένα αόριστο νεύμα σχετλιασμού. Την ρώτησα για τρίτη φορά κι εκείνη επιτέλους άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της αργά και με μεγάλες παύσεις κοιτώντας κάπου στα δεξιά της σαν να απευθύνονταν σε ένα αόρατο κοινό ή σε κάποια μυστική κάμερα, λες και η διήγησή της αποτελούσε την μαρτυρία στοιχειοθέτησης ενός φανταστικού ντοκυμαντέρ. Μου είπε ότι δέκα μέρες πριν από την συνάντησή μας μια από τις νοσοκόμες του ιδρύματος στο οποίο η Μάγια (αυτό μου έδωσε σαν όνομά της) ζούσε ως τρόφιμος την πήρε για τον καθιερωμένο περίπατό της στο προαύλιο, αλλά αντί ως συνήθως να αρκεστεί σε μια βόλτα στον κήπο την έβγαλε έξω από τον χώρο του ιδρύματος σύμφωνα με τις διαταγές του Διευθυντή, όπως ισχυρίστηκε, για να την οδηγήσει κάπου, όπου, όπως και πάλι η νοσοκόμα ισχυρίστηκε, θα έκανε κάποιες εξειδικευμένες εξετάσεις. Τελικά την οδήγησε και την κλείδωσε μέσα σε αυτό το σπίτι. Πέρασε δέκα μέρες τρώγοντας τις κονσέρβες που βρήκε στην κουζίνα. Όσο για τις άλλες ανάγκες της, μου διηγήθηκε λεπτομερειακά τον τρόπο με τον οποίο κατάφερνε να μεταφερεθεί από την καρέκλα της στην λεκάνη της τουαλέττας και πάλι πίσω στην καρέκλα με την δύναμη των χεριών της. Προσφέρθηκε μάλιστα να μου κάνει επίδειξη αυτής της δεξιοτεχνίας της, αλλά εγώ αρνήθηκα. Φυσικά δεν πίστεψα λέξη από τα όσα μου είπε. Εντόπιζα πολλά κενά. Τώρα βέβαια δεν μπορώ παρά να ομολογήσω πως αυτό ήταν ένα ακόμη από τα λάθη που διέπραξα κατά την διάρκεια όλης αυτής της αλλόκοτης ιστορίας.

-Μα η πόρτα του σπιτιού δεν είναι κλειδωμένη, παρατήρησα μόλις τέλειωσε αυτό που τότε αποκαλούσα μέσα μου «το παραμύθι της». Αλλιώς δεν θα μπορούσα να μπω.
Με κοίταξε με απορία σαν να έβγαιναν από το στόμα μου λέξεις στα κινέζικα.
-Και πού βρίσκεται αυτό το ίδρυμα; ρώτησα μάλλον για να ξεπεραστεί η αμηχανία της.
-Όχι πολύ μακρυά από δω, απάντησε τεντώνοντας το χέρι της για να δείξει μια κατεύθυνση που προφανώς έκρυβαν οι τοίχοι του σπιτιού.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω τι είδους ίδρυμα ήταν αυτό. Εξ άλλου, επαναλαμβάνω, δεν είχα πιστέψει λέξη από την ιστορία της. Διατηρούσα αμφιβολίες ακόμη και για το αν επρόκειτο πράγματι για ανάπηρη.
-Θέλω να δω την κουζίνα, διέταξα περισσότερο για να επιβληθώ στον εαυτό μου παρά σε εκείνην.
Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της σε μια ένδειξη πρόωρης παραίτησης.
-Όπως αγαπάς νεαρέ μου, ψιθύρισε και αμέσως έκανε μεταβολή με την καρέκλα της. Ακολούθησέ με!

Αλλά δεν πρόλαβα να υπακούσω. Βήματα ακούστηκαν στον σκοτεινό διάδρομο που έτριζε κάτω από τα πόδια μιας φιγούρας που έδειχνε να πλησιάζει. Το χέρι μου βυθίστηκε ενστικτωδώς μέσα στην τσέπη μου αγγίζοντας τον σουγιά. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβη. Δεν πόνεσα. Δεν είδα κάποιον να μου επιτίθεται. Δεν άκουσα την Μάγια να φωνάζει. Δεν κατάλαβα πώς η φιγούρα που έπρεπε να είναι μπροστά μου βρέθηκε ξαφνικά πίσω μου. Ένιωσα μόνο την ανάσα μου να σταματά. Και μετά –άγνωστο πόσο χρόνο μετά- ξύπνησα δεμένος σε μια καρέκλα, στην μοναδική καρέκλα του δωματίου, του ίδιου δωματίου με την βιβλιοθήκη, το τραπέζι και το κερί. Μόνο που το κερί τώρα ήταν αναμμένο. Μόνο που η Μάγια τώρα ήταν άφαντη. Μόνο που η καρέκλα δεν ήταν πια η μοναδική του δωματίου. Απέναντί μου το κερί φώτιζε το πρόσωπο ενός καστανού άντρα καθισμένου σε μια καρέκλα στην αντικρυνή πλευρά του τραπεζιού.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φίλε Ααρών,
πιστεύω ότι κάτι δεν πάει καλά, πλέον, με τη συνοχή του μυθιστορήματος...

Ο αρχικός γέρος, εξαφανίστηκε.
Για τον καθηγητή του, που υποτίθεται ότι είναι και η αιτία που βρέθηκε ο ήρωας μας στα μέρη εκείνα, ουδείς λόγος.
Φλερτάρει με τον Μαγκάιβερ και τoν Bond, James Bond, παρά με έναν φοιτητή έχει ένα σκοπό.

Περιμένω να δω, τί άλλο θα του συμβεί...
Alfred Hitchcock κατάντησε.

Καλή συνέχεια, συναγωνιστή.