THN ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΔΙΑΛΕΞΑΤΕ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΝΑ ΚΡΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ Ή ΚΙΝΗΤΟ.
Όσο η ζαλάδα υποχωρούσε και άρχισα να συνειδητοποιώ την κατάστασή μου (βοηθούσε κι ένα αφόρητο μούδιασμα που πλημμύριζε τα μέλη μου) παρατηρούσα τον άνδρα απέναντί μου. Ήταν ολοκληρωτικά βυθισμένος στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Από το εξώφυλλο κατάλαβα σχεδόν αμέσως ότι επρόκειτο για κείνο το περίεργο μυθιστόρημα που είχα στα χέρια μου λίγη ώρα πριν (λίγη; δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει από την στιγμή που βρέθηκα σε εκείνη την αξιοθρήνητη κατάσταση, ίσως μια ώρα, ίσως μισή μέρα, πάντως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της φλόγας του κεριού το σκοτάδι έμοιαζε βαθύτερο τώρα, πράγμα που έδειχνε ότι είχε πια νυχτώσει).
-Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα; φώναξα απότομα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά μάλλον δεν μπόρεσα να ελέγξω την ένταση της φωνής μου με αποτέλεσμα ο άντρας απέναντί μου να τιναχθεί ξαφνικά πό την καρέκλα σαν ελατήριο αφήνοντας το βιβλίο να του πέσει από τα χέρια πάνω στο τραπέζι. Τώρα το πρόσωπό του φαίνονταν καλύτερα. Έμοιαζε γύρω στα τριάντα και φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά με μεγάλους φακούς και χοντρό παλιομοδίτικο σκελετό από ταρταρούγα. Τα καστανά μαλλιά του, χτενισμένα με μεγάλη επιμέλεια έτσι που να αφήνουν μια πολύ επιτηδευμένα ολόισια χωρίστρα στην αριστερή μεριά του κεφαλιού, γυάλιζαν στο φως του κεριού από την μπριγιαντίνη. Ο άνθρωπος φαινόταν βγαλμένος από άλλες εποχές.
-Άι στο καλό, με τρόμαξες! μουρμούρισε ανακουφισμένος και σε πολύ φιλικό ύφος όταν κατάλαβε ότι εγώ του μίλησα.
-Λύσε με γρήγορα, του φώναξα, εκούσια αυτήν την φορά. Αφήστε με ήσυχο! Ποιοι είστε και τι θέλετε από μένα;
Ο άλλος φάνηκε να παραξανεύεται. Έδειχνε να τα έχει χάσει.
-Τι με κοιτάς έτσι σαν αξιοθέατο; συνέχισα τις διαμαρτυρίες. Λύσε με γρήγορα!
Εκείνος πήρε στα χέρια του το κηροπήγιο κι έσκυψε μπροστά μου. Εξέταζε με τα μάτια του όλες τις λεπτομέρειες του προσώπου μου σαν να προσπαθούσε να βρει σε αυτές κάποια απάντηση σε ερωτήματα που ντρεπόταν να θέσει. Μέσα στο σκοτάδι που έσπαγε από το φως του κεριού τα μάτια του πίσω από τους χοντρους φακούς των γυαλιών του εξέπεμπαν μια αθωότητα που δύσκολα θα πίστευα ότι δεν ήταν ειλικρινής. Κάθησε και πάλι στην καρέκλα του και άφησε το κηροπήγιο ξανά στο τραπέζι.
-Νομίζω πως η Μάγια έχει δίκαιο, αποφάνθηκε τελικά με έναν τρόπο σαν να απήγγειλε κάποιον αποφθεγματικό στίχο του Ομήρου. Μάλλον είσαι κι εσύ στην ίδια θέση με εμάς. Κάποιος σε οδήγησε εδώ.
-Τι θες να πεις; τον ρώτησα καθώς προσπαθούσα μάταια να κουνήσω λίγο τα χέρια και τα πόδια μου για να ξεμουδιάσω.
-Να, όταν καταλάβαμε ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι νομίσαμε ότι ήταν αυτός που μας ήθελε εδώ. Η Μάγια ήρθε να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση και μου είπε πως αν περάσουν δέκα λεπτά χωρίς να επιστρέψει ή να με φωνάξει μπορούσα να επέμβω με όποιον τρόπο ήθελα. Κι εγώ όρμηξα και σε έριξα καταγής με αναισθητικό. Η Μάγια έλεγε ότι είσαι κι εσύ σαν εμάς αλλά εγώ καλού κακού σε έδεσα. Εσύ τι θα έκανες στην θέση μου;
-Λύσε με αμέσως!
Η διαταγή μου εκτελέστηκε αμέσως. Δυσκολέυτηκε λίγο να λύσει εκείνους τοτς προσκοπικούς κόμπους που είχε δέσει, αλλά του είπα ότι στην τσέπη μου υπάρχει ένας σουγιάς (μέσα στον πανικό του δεν σκέφτηκε ούτε καν να με ψάξει) κι έτσι η δουλειά έγινε γρήγορα. Αφού με έλυσε τεντωνόμουν και ξανατεντωνόμουν μέχρι να ξεμουδιάσω.
-Και πού το βρήκες το αναισθητικό; τον ρώτησα όταν αισθάνθηκα καλύτερα.
-Α! έκανε ανοίγοντας τα χέρια του σε μια αμφίσημη αγκαλιά. Πρέπει να δεις την αποθήκη! Είναι απίστευτο το τι μπορείς να βρεις εκεί μέσα! Λίγο αναισθητικό στο μαντήλι ήταν η πιο απλή λύση.
-Ώστε υπάρχει και αποθήκη; Πολύ περίεργα συμβαίνουν εδώ. Η Μάγια που βρίσκεται;
-Είναι κουρασμένη, κοιμάται, μου απάντησε. Αλλά είμαι πολύ περίεργος να ακούσω το πώς βρέθηκες εδώ.
-Πολύ ευχαρίστως, είπα, αλλά αφού πρώτα ακούσω την δική σου ιστορία.
1 σχόλιο:
Φίλε Ααρών,
σου εύχομαι να περάσεις καλά στη συνέχεια των θερινών διακοπών σου.
Αναμένουμε την υπόλοιπη ιστορία του μυθιστορήματος, αμα τη επανόδω σου.
Να είσαι καλά & να περνάς καλύτερα!
Δημοσίευση σχολίου